- τηλοπέτης
- τηλοπέτης, ες,A far-flying, AP6.239 (Apollonid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηλοπέτης — όπετες, Α (για σμήνος μελισσών) αυτός που πετάει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + συνδετικό φωνήεν ο + πέτης (< πέτομαι* «πετώ»), πρβλ. ὑψι πέτης] … Dictionary of Greek
τηλοπέτευς — τηλοπέτης far flying masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek